ΔΕΝ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ.
Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΑΣ ΟΜΩΣ, ΚΑΙ ΕΝΑΣ ΕΝΕΡΓΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΠΟΥ ΝΑ ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ ΣΕ ΑΥΤΟ, ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ.

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012

Δυο μεροκάματα ένα ψάρι…

image
«Πολύ κουράσθηκες, ψαρά,
τα ψάρια είναι δικά σου
και πούλα τα στην αγορά
να θρέψεις τα παιδιά σου.»
Ιωάννης Πολέμης
Δεν εννοούσε ακριβώς αυτό ο ποιητής. Δηλαδή αυτό εννοούσε αλλά έπρεπε να το διευκρινίσει. «Πούλα τα» σαν ψάρια, όχι σαν ράβδο χρυσού.
Γκρινιάζω! Ναι, γκρινιάζω! Αφορμή στάθηκε η πληροφορία που είχα. Λεωφόρος 62 Μαρτύρων. Κίνηση και το φανάρι πιο καθυστερημένο κι απ’ τις δόσεις μου. Κουμπάκι. Ραδιόφωνο. Συχνότητα μεγάλου τοπικού ραδιοσταθμού. Ενημερωτική εκπομπή. Και κάνει το λάθος ο δημοσιογράφος. Μεταξύ μας, δεν έκανε λάθος ο άνθρωπος, απλά το είπε σε ακατάλληλη στιγμή – την καταραμένη στιγμή που άκουγα εγώ εν ώρα μποτιλιαρίσματος...

Ενημερώθηκε, λέει, από έναν ακροατή πως βρήκε στην ψαραγορά στο λιμάνι – αυτή που είναι παραδίπλα στον Κούλε – σαργούς με 33 ευρώ το κιλό.
Ντουπ. Φρένο. Δεν πιστεύω στ’αυτιά μου. Το ξαναλέει. Αποκλείω τις παραισθήσεις. Σκέφτομαι. Αναρωτιέμαι γιατί να κοστίζει τόσο ένα κιλό σαργός, λες και είναι απόγονος του Φαραώ που’ χει καταπιεί ρουμπίνι. Αναρωτιέμαι επίσης ποιος να ’ναι αυτός που έχει να δώσει δυο μεροκάματα για να φάει ένα ψαράκι. Γιατί τόσο θα του πέσει στην πάρτη του. Ένα ψαράκι. Στο κιλό άντε να βγει μισό ψαράκι ακόμη. Τα 33, 33 όμως. Ας βρεθεί ένας καλός άνθρωπος να μου εξηγήσει γιατί αυτός ο σωρός από λέπια, βράγχια και σάρκα που πριν λίγο κολυμπούσε ανέμελα στα νερά του Ηρακλείου κοστίζει τόσο.
Περνώ το πρώτο σοκ. Εξακολουθώ να έχω μια ιδέα θυμού ακόμη κι ένα τεράστιο ερωτηματικό πάνω απ’ το κεφάλι μου. Για το ερωτηματικό ήδη σου είπα. Το αίτιο του θυμού ακόμη προσπαθώ να το διευκρινίσω: Θες να ‘ναι λίγο η οικονομική κατάσταση γύρω μου, λίγο όλοι εκείνοι οι νεοφερμένοι στη λίστα της ανέχειας, λίγο το ότι ο κόσμος προσπαθεί να μαζέψει αλεύρι, γάλα και μακαρόνια για να φάνε τα πρώτα θύματα, λίγο ο μισθός μου που έχει πάρει φόρα-κατηφόρα, λίγο που με τόσα μέτρα καθημερινά ράβω επίσημη βραδινή, λίγο τούτο, λίγο ‘κείνο, ήρθε και θόλωσε το ματάκι μου.
Δυο μεροκάματα ψάρι. Ένα τρίτο του μεροκάματου καφές σε καφετέρια. Ένα δέκατο του μισθού για να φας σ’ ένα ταβερνάκι λιτά-λιτά. Μισό μεροκάματο για να πιεις μια μπύρα αν δεν την παλεύεις σπίτι και θες να βγεις να ξεσκάσεις λίγο. Ένα πέμπτο του μισθού σου για ένα ζευγάρι παπούτσια στις εκπτώσεις απ’ τα μαγαζιά για να στηρίξεις και την ντόπια αγορά. Πολυτέλεια. Το πορτοφόλι μου αρνείται πεισματικά ν’ ανοίξει υπό αυτές τις προϋποθέσεις. Και το κεφάλι μου κοντεύει να εκραγεί μόλις λάβω υπόψη αυτά τα δεδομένα σε συνδυασμό με τις επικρατούσες συνθήκες. Φαντάζομαι και το δικό σου.
Συμμορφωθείτε ορισμένοι εκεί έξω. Οι καιροί άλλαξαν.
“Έπεα πτερόεντα”

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου